παραπροίκι

παραπροίκι
το личное имущество невесты, не вошедшее в приданое; то, что сверх приданого

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παραπροίκι" в других словарях:

  • παραπροίκι — το το εξώπροικο, το πανωπροίκι, περιουσία που δίνουν οι γονείς τής νύφης στον γαμπρό πάνω από την κανονική προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προίκα (πρβλ. πανω προίκι)] …   Dictionary of Greek

  • παραπροίκι — το αυτό που δίνεται στη νύφη πέρα από την προίκα, αλλιώς πανωπροίκι, εξώπροικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράχωμα — (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»